Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

4 ποιήματα από τον "Ρινόκερω"

 

Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του Ρινόκερου (εκδ. Καστανιώτη, 2020), και αναμένοντας την ανατύπωση της εξαντλημένης α' έκδοσης, 4 ποιήματα --οι τελικές μορφές των οποίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο -- που είχαν δημοσιευθεί στο τ. 12-13 (Φθιν. 2018 - Καλ. 2019) του περιοδικού "ΦΡΜΚ" με αφιέρωμα στο "[Ανθρώπινο] Ζώο". Εκεί είχε δημοσιευθεί ένα ακόμα ποίημα του Ρινόκερου, που έχει ήδη αναδημοσιευθεί εδώ, όπως παρουσιάστηκε στην εκδήλωση "Risk" του "A Poets' Agora", για την οποία και είχε γραφεί.

 



 

 

 

 

 

 

 

 

ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ

 

Ι.

 

Αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ότι, πρώτη φορά στις εορτές του Πομπηίου, το 55 π.Χ. –κι έκτοτε κάμποσες φορές ακόμη– με αντίκρισε το πλήθος. Το δίχως άλλο, απ' την Ινδία θα με είχαν φέρει, όπως συνάγεται από το “ένα κέρας” (στην Αφρική έχω δύο). Το ακονίζω, λέει, πάνω σε λιθάρια κι ύστερα ξεκοιλιάζω τον θανάσιμο αντίπαλό μου, τον ελέφαντα, που έχει για πρώτο του εχθρό τον δράκοντα! Θα μ' είχε δει, φαίνεται, ο Πλίνιος, στην αρένα, να μονομαχώ μ' ελέφαντα. Όπως και ο Στράβων.

 

Ωστόσο, πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει λόγο γιά “όνο ινδικό”: μονό κέρας και μονή οπλή. Τούτον, με κέρας σπειροειδές, ονομάζει ο Αιλιανός “καρθάζονο”, και ο Πλίνιος “μονόκερω”. Δεν μπορεί κανένας να τον πιάσει ζωντανό. Επαληθεύει ο “Ιώβ” της Παλαιάς Διαθήκης: αδύνατον να εξημερωθεί. Και ο Ισίδωρος ο εκ Σεβίλλης αποφαίνεται: ρινόκερως, μονόκερως – ένα και το αυτό. Ανήμπορος ο κάθε κυνηγός: μόνο στην αγκαλιά παρθένας θα γείρω το κεφάλι, και θ' αφεθώ να με αιχμαλωτίσουν.

 

Έτσι, μες στον Μεσαίωνα, έγινα, ο μονόκερως, Χριστός: ένα κέρας εγώ, ένα με τον Πατέρα του αυτός. Και η κοίμησή του, στην ποδιά της μάνας του.

 

 

ΙΙ.

 

Με είπαν Γκάντα. “Ρινόκερω”, δηλαδή, στα ινδικά. Ο Μουζαφάρ ο Β', Σουλτάνος του Γκουτζαράτ, με χάρισε στον Αλφόνσο της Αλβουκέρκης, Διοικητή των Πορτογαλικών Ινδιών. Κι αυτός με τη σειρά του, έλαβε απόφαση να με δωρίσει στον βασιλέα του, τον Μανουέλ τον Α' της Πορτογαλίας.

 

Βρέθηκα λοιπόν να ταξιδεύω, μαζί με τον Οσίμ, τον φύλακά μου, πάνω στην “Παναγία Γρηγορούσα”, ένα απ' τα τρία καράβια με μπαχάρια του πλοιάρχου Φρανσίσκο Περέιρα Κουτίνιο. Αφήσαμε την Γκόα τον Γενάρη, περάσαμε το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, κι ανηφορίσαμε τον Ατλαντικό – πιάνοντας Μοζαμβίκη, Αγία Ελένη, και Αζόρες. Σε 120 μέρες –στις 20 Μαΐου του 1515– φτάσαμε πια στη Λισαβόνα.

 

Είχαν περάσει χρόνια χίλια και βάλε, που δεν μ' είχανε δει στην Ευρώπη. Τώρα, εγώ επαλήθευα τον Πλίνιο, κι εκείνοι ξαναζούσαν την εποχή του Πομπηίου: μου φέρανε κι ελέφαντα για να παλέψουμε, μα εκείνος σκιάχτηκε, κι ετράπη σε φυγή – μιά Κυριακή, 3 Ιουνίου, της Αγίας Τριάδας.

 

Στο μεταξύ, η Ευρώπη είχε γεμίσει επιστολές που λέγανε για μένα, κι ένα δυο πρόχειρα σκίτσα. Ο Φλωρεντίνος Τζάκομο Πένι μού έγραψε και ποίημα. Το δημοσίευσε στη Ρώμη, 13 Ιουλίου, μαζί με μιά πολύ, πολύ κακότεχνη ξυλογραφία: σκέτος καρνάβαλος, και με δεμένα τα μπροστινά μου πόδια.

 

Γρήγορα όμως με βαρέθηκε ο βασιλιάς Μανουέλ. Θυμήθηκε που, την προηγούμενη χρονιά, είχε στείλει έναν λευκό ελέφαντα, κι αυτόν απ' την Ινδία, στον Πάπα Λέοντα τον 10ο, που του εξασφάλιζε την αποκλειστική εκμετάλλευση των νέων ανατολικών γαιών. Πανευτυχής ο Μέδικος, τον ονόμασε Χάννο. Μου φορούν, λοιπόν, καινούργια τραχηλιά – βελούδο πράσινο, κεντημένο με άνθη– να με στείλουν κι εμένα στη Ρώμη – μαζί με ασήμι, μπαχαρικά, και άλλα δώρα.

 

Μπαρκάραμε ξανά Δεκέμβρη. Περνάγαμε κοντά στη Μασσαλία, όταν ο Γάλλος βασιλιάς, Φρανσουά ο Α', ζήτησε νε με δει. Σ' ένα νησί αράξαμε, και του παρουσιάστηκα στις 24 Ιανουαρίου του 1516. Μα παρακάτω, στα στενά του Πόρτο Βένερε –ζήλεψε, φαίνεται, η θεά την ομορφιά μου– μάς πέτυχε φουρτούνα. Αλυσοδεμένος καθώς ήμουν στο κατάστρωμα, πνίγηκα κι εγώ, ο δεινός κολυμβητής. Με ανέσυραν νεκρό κοντά στην Βιλλεφράνς, και στείλαν το τομάρι μου πίσω στη Λισαβόνα, να το παραγεμίσουν μ' άχερα.

 

Κάποιοι είπαν πως, ταριχευμένος, έφτασα πια στη Ρώμη, Φεβρουάριο. Μα εγώ λέω πως αυτό δεν αληθεύει: δεν γράφτηκαν σπουδαία πράγματα για μένα εκεί – άρα, ψέμμα: πώς θα 'ταν δυνατόν να μην τους κάνω εντύπωση, σ' αυτούς, τους απογόνους των Ρωμαίων που τόσο μ' είχανε θαυμάσει; Και ούτε βρέθηκα ποτέ ταριχευμένος πουθενά.

 

 

ΙΙΙ.

 

Με χάραξε στο ξύλο ο Ιερώνυμος Αντρέι, τεχνίτης στην υπηρεσία του Δασκάλου Άλμπρεχτ Ντύρερ, στα 1515 (είναι λάθος το “1513” που διαβάζετε).

           

Κανείς από τους δυο δεν με είχε δει, ούτε κι άλλον κανέναν σαν κι εμένα. Μόνο δυο επιστολές και δυο πρόχειρα σχέδια φτάσαν στην Νυρεμβέργη: του Βαλεντίν Φερνάντες απ' τη Μοραβία, εμπόρου και χαράκτη, και άλλου ενός, αγνώστου. Μ' αυτά μονάχα για οδηγό, ο Ντύρερ έφτιαξε δυο σχέδια με μελάνι, κι εμένανε, στο ξύλο χαραγμένο. “Σχεδόν ανίκητο”, όπως γράφει πάνω πάνω, “γρήγορο, παρορμητικό και πονηρό”, να 'χω “το χρώμα της χελώνας με τις βούλες”, να 'μαι “σχεδόν τελείως σκεπασμένος με λέπια χοντρά”.

 

Με τύπωσαν πολλές φορές μέχρι το τέλος του αιώνα, ακόμα και μετά τον θάνατο του Δάσκαλου, ώσπου το ξύλο γέμισε σαράκι, και ράγισε ανάμεσα στα πόδια μου.

 

Μα εγώ δεν μοιάζω.

 

Ούτε βούλες έχω, ούτε καψούλια, ούτε κομμάτια πανοπλίας. (Ας όψεται που ο Δάσκαλος έφτιαχνε κάτι ασπίδες κείνον τον καιρό.) Αλλά συνηθισμένος είμαι: σάμπως κι ο Πλίνιος είχε δίκιο σε όλα; “Εχθρός του ελέφαντα”!

           

Κι όμως με τούτη τη μορφή θριάμβευσα για αιώνες. Κι ας σπρώχνει το κέρατό μου νά 'βγει από το πλαίσιο, κι ας είμαι με κομμένη την ουρά. Τριακόσια χρόνια εγώ, ο Ρινόκερως του Ντύρερ, ήμουνα ο Ρινόκερως. Κι ας φτάσαν κι άλλοι εκπρόσωποι του είδους μου κατόπιν στην Ευρώπη, κι ας τους ζωγράφισαν πολλοί – εμένα όλοι αντέγραφαν. (Ίσαμε και το 1930, εμένα θαύμαζαν τα Γερμανόπουλα στα σχολικά βιβλία τους.)

 

Λες και το ήξερε ο Δάσκαλος πόσο δημοφιλή θα μ' έκανε, έβαλε και με χάραξαν σε ξύλο μαλακό, να με τυπώνουν εύκολα, πάλι και πάλι – καλύτερα απ' ό,τι σε χαλκό, κι ας θα 'χα τότε παραπάνω λεπτομέρειες και λεπτοδουλειά. Έτσι, με την περιβολή πολεμιστή, ογκώδης και περήφανος, επεβλήθην. Και ας μη μοιάζω.

 

Θα είδατε ίσως και την πιστότερη ξυλογραφία του Χανς Μπούργκμαϊρ: ούτε που έκανε τον κόπο να μου βγάλει την αλυσίδα από τα πόδια. Άγνωστος πια, ο ατάλαντος: ένα αντίγραφο όλο κι όλο απομένει απ' το επαίσχυντό του έργο.

 

*



 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΛΙ (όν. ουσ., ουδ.)

[ενημέρωση λήμματος: Ιούλιος 2013]

 

1.

 

Ο Ζαν Ποκτόν, βοηθός σκηνής στο Παλαί Γκαρνιέ, πρωτόβαλε στην στέγη του μελίσσια το 1981. Το μέλι τους απεδείχθη εξαίρετο. Τουλάχιστον, έτσι έμοιαζε να πιστεύουν οι Παριζιάνοι λάτρεις της όπερας: τα βάζα –με τις χειρόγραφες, αριθμημένες και υπογεγραμμένες ετικέττες– ξεπουλούσαν ταχύτατα στο πωλητήριο του ιδρύματος. «Το να επιτρέπουμε σε έναν εβδομηντάχρονο να αναρριχάται στην σκεπή, είχε αρχίσει να καθίσταται προβληματικό», ανέφερε επίσημος εκπρόσωπος κατά την συνταξιοδότηση του κυρίου Ποκτόν, την άνοιξη του 2013.Φημολογείται ότι νέες μέλισσες θα εγκατασταθούν, με την φροντίδα ιδιωτικής εταιρείας, «για την καλύτερη πλαισίωση της δραστηριότητας». Ουδείς γνωρίζει τι γεύση θα έχει το μέλι του χρόνου.

 

2.

 

Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα «keneko» που σημαίνει «χρυσό» ή «κίτρινο», μέσω του γερμανικού «hunangan» δίδει το αγγλικό «honey». Αλλά υπάρχει και άλλη: «melit» – όθεν αμφότερα το ελληνικό «μέλι» και το ιρλανδικό «mil». Μη σχετιζόμενα, δυστυχώς, μήτε με την «μελωδία», μηδέ με την Μούσα Μελπομένη.

 

3.

 

Το μέλι διαχωρίζει την αλήθεια απ’ το ψεύδος. Χορτασμένες από «των θεών την γλυκιά ξανθή τροφή», οι τρεις μαντικές μέλισσες, παρθένες αδελφές, χορεύουν αυτό που είναι, αυτό που ήταν και αυτό που θα είναι. (Δίδαξαν στον Απόλλωνα την μαντική∙ αυτός τις χάρισε στον αδελφό του Ερμή.) Σαν το στερούνται όμως, γίνονται απείθαρχες∙ οι ρήσεις τους, αφερέγγυες.

 

4.

 

Την αγαπούσα πολύ, την αφίσα –που λειτουργούσε και ως δοκιμασία– με τις δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Ρίτσαρντ Άβεντον. Αριστερά, «Η Ντοβίμα με τους Ελέφαντες, βραδινό φόρεμα Ντιόρ, Σιρκ ντ’ Ιβέρ, Παρίσι»: το φωτομοντέλο της δεκαετίας του ’50 στέκεται λυγερό μες στο μακρύ του μαύρο φόρεμα –η σατινένια ζώνη σέρνεται στο άχυρο του τσίρκου– ανάμεσα στα δυο βαριά σταχτιά ζώα. Δεξιά, «Ρόναλντ Φίσερ, μελισσοκόμος, Νταίηβις, Καλιφόρνια, 1981»: άτριχος αλμπίνος, με τις μέλισσες σμάρι στον γυμνό κορμό και στο κεφάλι του (και στ’ αυτιά και στις ρώγες). Λίγοι φίλοι μου γοητεύονταν όσο κι εγώ απ’ αυτό το ζευγάρωμα της ομορφιάς υπό δολιοφθορά και της γαλήνιας συμβίωσης. Οι περισσότεροι ανατρίχιαζαν λόγω μιας επιπόλαιης ερμηνείας: «αηδία». Η αφίσα κρέμονταν στο χωλλ του διαμερίσματος. Όταν ήρθε να μείνει προ έτους ο Μ., την κατεβάσαμε για να χωρέσει η βιβλιοθήκη του.

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ιωάννινα, Άνοιξη 2015

 

Μες στις βελούδινες χρυσοκέντητες φορεσιές

των γυναικών της Βορείας Ηπείρου

και στους ολάνθιστους κήπους

των εβραϊκών γαμήλιων συμβολαίων

τρέχουν τρελλαμένες

νεαρότατες σαύρες

Είναι η εποχή τους –

βγαίνουν πάλι

να λιαστούν στα πεζούλια

 

Χάθηκε ο μικρόσωμος ρινόκερως

Stephanorphinus kirchbergensis

απ’ τις όχθες του Λούρου

Χάθηκε και το κόκκινο ελάφι

που ’φτιαχναν απ’ τα δόντια του χάντρες και φυλαχτά

Χάθηκε το βραχύσωμο άλογο

που τόσο το κυνήγησαν

και με το τέλος πια των παγετώνων

ξεράθηκαν τα χορτολίβαδά του

 

Τώρα ο άστεγος κοιμάται στο υπόστεγο

του παλιού μεντρεσέ

Ένα γεράκι

θλιμμένο και άπραγο

στέκει ψηλά στα σύρματα

Οι σαύρες λιάζονται παντού

Μια γάτα μάς κοιτά


 

*




 

 

 

 

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΒΕΝΙΟΣ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ, 34 ΕΤΩΝ, ΙΟΣ *

 

«Είμαι κτηνοτρόφος παραδοσιακός

Την αγαπάω τη δουλειά

Ο πατέρας μου πούλησε τα ζώα

για να μη γίνω κι εγώ βοσκός

Με έστειλε στην Α’ Γυμνασίου

και μαράζωσα

Δεν αντέχω του λέω –
και ξαναφτιάξαμε το κοπάδι

 

Τα περισσότερα κατσίκια μου είναι ντόπια

Κάποια είναι επιμειξία με δανέζικη ράτσα

που είχαν φέρει παλιά στο νησί –

τα λέμε ζάνικα

 

Τώρα φέρνουν κάτι γίδες, αλπίνες

Αλλά είναι ζώα

–πώς να το πω–

ανούσια, σαν ελάφια

Τα δικά μας τα νιώτικα

είναι ζώα του μαρμάρου

που λέγαν οι παππούδες μας

Τρώνε μάρμαρο και πέτρα απ’ το χώμα

γι’ αυτό είναι νόστιμα»

 

Ενώ αρμέγει

κάθε λίγο αλλάζει κουδούνι

σε κάποια γίδα

 

«Τα κουδούνια είναι για τις γίδες

ό,τι το φόρεμα για τις γυναίκες

Πρέπει να είναι όμορφες

Και για μας τους βοσκούς είναι

μελωδία, ορχήστρα»


 

* Σχεδόν επί λέξει μεταγραφή φράσεων από άρθρο στο «Κ» της «Καθημερινής», περί τα μέσα της δεκαετίας του 2010.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Ο άλλος ρινόκερος


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στο "Βιβλιοδρόμιο" της εφημερίδας "Τα Νέα", το Σαββατοκύριακο 24-25 Απριλίου 2021, ο ποιητής, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Ορφέας Απέργης δημοσίευε ένα κείμενο για τον "Ρινόκερω" με τον εύγλωττο τίτλο:

Ο άλλος ρινόκερος

Είναι πολλοί, νέοι κι ορμητικοί, αλλά και γέροι αποφασιστικοί, που προσπαθούνε να σαρώσουνε τη ζωή. Δηλαδή προσπαθούνε να κλείσουνε μέσα σε ό,τι κάνουνε, ή σχεδιάζουνε, ή γράφουνε, τη ζωή όλη, και ολόκληρο τον κόσμο. Προσπαθούνε με μανία κι ενθουσιασμό να φτιάξουνε ή να πράξουνε «Gesamtkunstwerke», έργα και πράξεις που να είναι πλήρη, ολικά, συνολικά, ολοκληρωτικά – στο πρότυπο του βαγκνερικού «έργου τέχνης που περιλαμβάνει τα πάντα: όλες τις μορφές και όλα τα θέματα».

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης δεν ανήκει σε αυτούς. Ποιητής με αρκετά πια βιβλία και πολλά άλλα έργα ήδη πίσω του, δεν επιδιώκει ούτε ποτέ επιδίωξε – τι πράγμα; Νομίζω άνευ αντικειμένου: δεν επιδιώκει. Δεν επιδιώκει γράφοντας τίποτα, δηλαδή επιδιώκει, γράφοντας, το τίποτα – ή, αλλιώς, επιδιώκει, γράφοντας το τίποτα. «Το μεγάλο Τίποτε είναι ό,τι ένας χριστιανός θα έλεγε ο Θεός», μας λέει «η Ιωάννα», στο καινούργιο ποιητικό βιβλίο του Ιωαννίδη, τον «Ρινόκερω», που βγήκε λίγο πριν ξανακλείσουμε ερμητικά μπροστά στην πανδημία, τον Οκτώβριο του 2020. Ποια είναι η «Ιωάννα»; Δεν έχει τόση σημασία. Είναι μια από τα πολλά «πρόσωπα, ζώα ή πράγματα» – όπως το παιχνίδι που παίζαμε μικροί –, που κατοικοεδρεύουν εντός των ολιγόστιχων ποιητικών τεχνουργημάτων του Ιωαννίδη. Είναι όλα αυτά τα μικρά κείμενα σαν μικρογραφικές παραστάσεις, σαν καμέες – δηλαδή λεπτουργήματα που αρκούνται στο λίγο.

Φορές-φορές, νομίζω ηθελημένα εκ μέρους του ποιητή, σου θυμίζουνε τα δεντράκια μπονζάι των γιαπωνέζικων κήπων, που οι θεληματικοί κηπουροί τους ξοδεύουν ώρες και ώρες για να τα «τελειοποιήσουν», καθώς «η ατέλεια είναι μια κίνηση προς το μέλλον», όπως λέει ο σοφός Κενκό, σε μια φράση που ο Ιωαννίδης μας θυμίζει με άλλη ευκαιρία. Μικρές τελειότητες (δηλαδή –καθότι είμαστε άνθρωποι, άρα μάταιες πάντα, ως ένα βαθμό, οι επιδιώξεις μας– μικρές ατέλειες που μυστικά ελπίζουν ή και προσβλέπουν προς μια κάποια τελειότητα) είναι τα λεπτουργήματα του Ιωαννίδη, με σαφείς, και ενίοτε σαφώς δηλωμένες, τις οφειλές τους στη γιαπωνέζικη ολιγάρκεια, όπως στο υπέροχα λιτό ποίημα «Ο Μπάσο βαδίζει στο στενό μονοπάτι για τον βαθύ Βορρά»:

 

Κοιτώ τα χέρια μου –

γέρικα πεύκα

πρωί με ομίχλη

 

Ποθώ το φεγγάρι

κι ας μη με φυλάει

απ’ τα στραβοπατήματα

 

Ποιος ξέρει πού θα σωριαστώ

Ποιος θα με βρει –

ψάρι, πουλί ή παιδί

 

Αδιάφορο –

όσο υπάρχει το κρασί

και το ποίημα των φίλων

 

Χάρη

στους χθεσινούς οικοδεσπότες

έχω πέδιλα καινούργια

 

Ομως το ψάθινο καπέλο μου

είναι γεμάτο

τρύπες

 

Αν βγάλω και τούτη την νύχτα

αν μου χαρίσουν καινούργιο καπέλο

αν μου βάλουν φαΐ στο δισάκι

 

Εις το επανιδείν –

θα αναβάλω

τον αποχαιρετισμό

 

Και, όντως, ο αποχαιρετισμός εξακολουθητικά αναβάλλεται. Προσέξτε πώς το ποίημα αυτό δεν φέρει ούτε μία τελεία – να η οριστική μας ατέλεια που τόσο παθητικά (εννοώ τόσο άξια συμπόνεσης) πασχίζει να τελειοποιηθεί.

Αλλά αν ο Μπάσο, ο μεγάλος γιαπωνέζος ποιητής του χαϊκού (με τους τρεις του στίχους των 5, 7 και 5 συλλαβών) εμπνέει τον Ιωαννίδη, όπως και αρκετές και αρκετούς άλλους εντόπιους ποιητές στα νεοελληνικά μας πράγματα, ελάχιστοι είναι εκείνοι που βλέπουνε το γιαπωνέζικο εγχείρημα ως κάτι περισσότερο από λυρική τεχνική πρόκληση ή ποιητική άσκηση στην εκφραστική λιτότητα. Αντίθετα από τις τρέχουσες χρήσεις του συρμού (που συνήθως επιφυλάσσουν σε αυτό το εξαίσιο εξωτικό ποιητικό πουλί οι της εγχώριάς μας ποιήσεως), ο Ιωαννίδης προτείνει τον τρόπο του χαϊκούως τρόπο ζωής, άρα και ποίησης της ζωής αυτής. Είναι σαν να μας λέει «πολύ δεν υπάρχει – γιατί όλα από λίγο είναι φτιαγμένα». Αρα, με τον ποιητικό του τρόπο μάς λέει να μην ψάχνουμε για «το όλον που είναι μεγαλύτερο από τα μέρη του», ούτε καν για «το όλον που, προφανώς και πολύ αριστοτελικά, ισούται με το άθροισματων μερών του», αλλά αντίθετα, για «το όλον που μπορεί να ισούται με κάθε ένα από τα μέρη του ξεχωριστά» – και εντελώς αντιμαθηματικά!

Αρα, σε κάθε στιγμή ο Ιωαννίδης βρίσκει και μάς περιγράφει κόσμους. Και έτσι είναι που μια ποιητική μορφή και προδιάθεση από την Ιαπωνία μπορεί να έχει απόλυτη συνάφεια και σχέση και σημασία για το γυμνό, το απογυμνωμένο και σχεδόν εξουθενωμένο, παρόν μας. Εφαρμόστε, μάς λέει, τη μέθοδο που σας κομίζω (σαν παλιός ή νεότερος δάσκαλος διαλογισμού ενός μυστικού Ζεν) και σε πάντα τα «καθ’ ημάς». Εφαρμόστε τη μέθοδο παρατηρώντας. Και ο Ιωαννίδης μάς παίρνει γλυκά-γλυκά από το χέρι και μας καθιστά συμπαρατηρητές του. Βλέπουμε μαζί του τη «γάτα της γειτόνισσας [να] το σκάει / απ’ τη μισανοιγμένη πόρτα, [καθώς] πάει να βρει τον ήλιο // Στο σπίτι της ολοχρονίς / κλειστά παντζούρια / Μα οι γάτες αγαπούν τον ήλιο // Τότε πώς ζούνε στην Αγγλία; // Εκείνες είναι Εγγλέζες – έχουν συνηθίσει [...] οι γάτες ξεγελιούνται / Εχουν ξεχάσει τις σαβάνες πια / και τις ερήμους». Αυτή είναι η «Εξέλιξη των ειδών», όπως μάς λέει ο τίτλος του ποιήματος. Και να πώς, με ένα φαινομενικώς ασήμαντο, με ένα μικρότατο «λίγο», λέγονται σελίδες επί σελίδων ενός επικού ιστορικού «πολύ»: όπως οι γάτες, έτσι και καθετί ιστορικό, έτσι και κάθε είδος – έτσι κι οι άνθρωποι;

Ναι, έτσι και οι άνθρωποι – γιατί το ποιητικό βιβλίο του Ιωαννίδη είναι γεμάτο από τα ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα πάθη. Από τα πάθη που μοιράζονται και τα ζώα, όλα τα έμβια, αλλά και τα άψυχα, οι πέτρες, τα χώματα, οι ήλιοι, όπως καταλεπτώς τα περιγρά φει με την οξυδερκή σχολαστική αγάπη ενός εστέτ, ενός «άκρου αισθητή» των καιρών μας που ηδονίζεται με τα χρώματα και τα αρώματα και τις υφές των κάθε λογής φυσικών και τεχνητών υφασμάτων:

 

Μες στις βελούδινες χρυσοκέντητες

φορεσιές

των γυναικών της Βορείας Ηπείρου

και στους ολάνθιστους κήπους

των εβραϊκών γαμήλιων συμβολαίων

τρέχουν τρελλαμένες

νεαρότατες σαύρες

Είναι η εποχή τους τώρα

βγαίνουν πάλι

 

Μα χάθηκε ο μικρόσωμος ρινόκερως

Stephanorhinus kirchbergensis

απ’ τις όχθες του Λούρου

Χάθηκε το κόκκινο ελάφι

που έφτιαχναν απ’ τα δόντια του

χάντρες και φυλαχτά

Χάθηκε το βραχύσωμο άλογο

που τόσο το κυνήγησαν

και με το τέλος πια των παγετώνων

ξεράθηκαν τα χορτολίβαδά του

 

Τώρα ο άστεγος κοιμάται στο πεζούλι

του παλιού μεντρεσέ

Ενα γεράκι άπραγο

στέκει ψηλά στα σύρματα

Οι σαύρες λιάζονται παντού

Μια γάτα μάς κοιτά

 

Να πώς μια σειρά παρατηρήσεων του «απλού» και του «λίγου», με τον τρόπο των Γιαπωνέζων, ανακαλεί ολάκερη την ιστορία ενός τυραννισμένου τόπου – το ποίημα, με τίτλο «Το δέντρο της ζωής», επιγράφεται «Γιάννενα, άνοιξη 2015». Ο εστέτ ποιητής περιγράφει μάλλον αυτά που βλέπει στο μουσείο, μαζί με αυτά που βλέπει καθώς η φύση, πλήρης νοήματος, τον αγκαλιάζει, και στη σύναψη των δύο αυτών κόσμων, της μάθησης και της ευαισθησίας, γίνεται το ποιητικό «τζιζ», σπιθίζει ο παντοδύναμος σπινθήρας της υψηλής συγκίνησης, καθώς ο νους και η καρδιά (του ποιητή, και μαζί η δική μας) συνειδητοποιεί κι αναθυμάται πόσο άγρια ξεριζώθηκαν από τα Γιάννενα οι Εβραίοι και πώς στάλθηκαν εκεί απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός ανθρώπινος – ακόμα και ο ρινόκερως αυτούς ανακαλεί, αφού το όνομά του το επιστημονικό φέρει μέσα του, δήθεν αθώα και τυχαία, τους Εβραίους Kirchberg και τη μεγάλη εβραϊκή κοινότητα της ομώνυμης γερμανικής πόλης – κι ακόμα συνειδητοποιεί, ο τα πάνθ’ ορών ποιητικός νους, πώς και οι Τούρκοι του «παλιού μεντρεσέ» περάσανε και φύγαν, ίσως και οι εμφυλιοπολεμικοί αριστεροί των «κόκκινων ελαφιών», και πώς τώρα απ’ το ίδιο μέρος περνάνε άστεγοι φτωχοί (μετανάστες;), και πώς οι εποχές αβίαστα και σαν απαθώς συνεχίζουν κυκλικά να κυλάνε, καθώς η ζωή περνάει και πάει και διαρκώς επανέρχεται.

Πόσο ωραία πυκνώνουν και συμπυκνώνονται όλα αυτά μέσα στο λιτό κέλυφος ενός μικρότατου, λεπτουργημένου ποιήματος παρατήρησης. Μέσα από τα λόγια του Ντεμπυσσύ, του μεγάλου μουσικού, μας προειδοποιεί ο Ιωαννίδης, μπας και ξεχαστούμε, και πούμε πως όλα αυτά είναι απλώς τα καλλιγραφήματα ενός εστέτ που αγαπάει τις τέχνες και τη σχολαστική, παρατηρητική φροντίδα: «Στο μέλλον αναρωτηθείτε / για τα έργα που φαίνονται / να αιωρούνται μεσούρανα [σ.τ.σ. ήτοι «στα σύννεφα»;] / Συχνά τα έχουν οργώσει / ερέβη».

Αυτό το έρεβος των ανθρώπινων παθών – του έρωτα και του θανάτου, της έριδας και της αγάπης, του τραγικά ανθρώπινου μεταφυσικού «γιατί;» – υπόκειται και χάσκει με ανοιχτά σαγόνια κάτω από τη στίλβουσα επιφάνεια των τεχνουργημάτων του Ιωαννίδη. Μας το υπενθυμίζει, πάντα πολύ υπαινικτικά, και ο ίδιος, ξανά και ξανά – σαν ένας «μουσικός στον πόλεμο» (όπως και ο τίτλος του ποιήματος για τον Ντεμπυσσύ), που διαρκώς, παίζοντας, υπαινίσσεται. Και οι υπαινιγμοί αυτοί μάς καταφέρουν διαρκή νύγματα και μας ανοίγουνε πληγές, όπως όταν βλέπουμε την αθώα περιγραφή ενός σαλιγκαριού μέσα στα χόρτα της λαϊκής (που σπάει το κέλυφός του και που ίσως πετιέται απ’ το μπαλκόνι), να καταλήγει σε ένα αγωνιώδες «γιατί;» για τη μοίρα τριών μεταναστών που, και αυτοί όπως το σαλιγκάρι, δεν έχουνε σπίτι και κοιμούνται σε αμάξι, έξω, στο πεζοδρόμιο – εξαιρετικό στη σύλληψη και την εκτέλεσή του το πεζοποίημα αυτό, με τίτλο «Οίκος», ελπίζω στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον να διδάσκεται, ας πούμε ευρισκόμενο σε κάποιο αναγνωστικό Λυκείου, για να μαθαίνουν οι νεότερες γενιές πώς μπορεί κανείς να μετατρέπει το «δικό του», την ζησμένη, ζέουσα ατομική εμπειρία του, σε «δικό μας», σε κοινωνική αναφορά προς και για όλους, αφού «ο ορισμός της ποίησης» δεν μπορεί παρά πάντα να είναι «μια γενική υποκειμενική».

Κι έτσι ο «Ρινόκερως» του τίτλου του βιβλίου, παρότι πάντα αινιγματικός, αρχίζει κάπως να αποκωδικοποιείται – αν και ο Ιωαννίδης μάλλον θα σιχαινόταν το συγκεκριμένο ρήμα και όσα αυτό περιγράφει! Ο γνωστός «Ρινόκερος» του Ιονέσκο, εδώ, ιδιοφυώς, αντιστρέφεται. Στον θεατρικό Ρινόκερο του Ρουμανογαλλοεβραίου Ιονέσκο (1959) η αλληγορία αφορά την τυφλή προσκόλληση και αφομοίωση του ατόμου στην και από την κρατούσα ιδεολογία, με σαφή αναφορά στην τερατώδη μεταμόρφωση πολλών συντρόφων και συγκαιρινών του Ιονέσκο από την προσχώρησή τους στην αντισημιτική, εθνικιστική ακροδεξιά (όπως ο Σιοράν) ή τη σταλινική αριστερά (όπως ο Σαρτρ): όλοι οι άνθρωποι ενός κοινού γαλλικού χωριού μεταμορφώνονται σε ζωώδεις ρινόκερους εκτός από έναν. Στον ιωαννίδειο «Ρινόκερω», το μεγάλο φερώνυμο πεζοποίημα αποτελεί την αφήγηση ενός αθώου ρινόκερου, ο οποίος μας μιλά καθώς διατρέχει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία (σαν μια ποιητική μινιατούρα του «Ελέφαντα» του Ζοσέ Σαραμάγκου), πάντα δακτυλοδεικτούμενος, ως «είδος εξωτικόν», από τους Αρχαίους Ελληνες και τους Ρωμαίους ως τους Πορτογάλους αποίκους, τους Ινδούς αποικιζόμενους, τους Γάλλους και τους Γερμανούς που τον μαθαίναν στο σχολείο. Κι αυτός ο μαρτυρικός Ρινόκερως, που όλοι τον περιφέρουν δεξιά κι αριστερά για να τον δείχνουν, αυτός ο αιώνιος φυλακισμένος κι αδικημένος, αυτό το «αθώον ζώον», γίνεται η ύστατη αλληγορία για κάθε αποσυνάγωγο, κάθε στωικά υπομένοντα, κάθε ανυπεράσπιστο. Το επιβεβαιώνει και ένας στίχος, στο τέλος σχεδόν του βιβλίου: «...πώς μία αιτιατική επιθέτου – ανυπεράσπιστο – ταυτοχρόνως προσφύεται στο σώμα, στο πνεύμα, και στο όνομα του νεκρού».

Ο Ρινόκερως είναι, στον Ιωαννίδη, το πανταχού παρόν θύμα, στον Ιονέσκο είναι ο πανταχού παρών θύτης. Αλλά αυτό που στον Ιονέσκο είναι ένα βάρβαρο γκροτέσκο μπροστά τα μάτια μας, καθώς η σκηνή του θεάτρου κατακλύζεται από ανθρώπους που μεταμορφώνονται σε τερατώδεις ρινόκερους, στον Ιωαννίδη είναι ένα εκλεπτυσμένο αραβούργημα σοφιλιασμένο (δηλαδή σοφά τοποθετημένο) κάτω, πολύ κάτω από την επιφάνεια των ματιών. Σαν ένα τίποτα, που όμως σημαίνει τα πάντα.

Ορφέας Απέργης

 

Η Σιμόν Βέιλ λύνει τα μαλλιά της

              Η ΣΙΜΟΝ ΒΕΪΛ ΛΥΝΕΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ   Σιμόν Αννί Λιλίν Ζακόμπ   Πες ότι είσαι δεκαοχτώ της ψιθύρισε ο άντρας στην απ...